- εὐπρόσδεκτα
- εὐπρόσδεκτοςacceptableneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίηρα — ἐπίηρα φέρειν (Α) 1. φέρνω σε κάποιον αρεστά, ευπρόσδεκτα δώρα 2. (ως επίρρ.) έπίηρα για χάρη κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρα «ευχαρίστηση, χαρά»] … Dictionary of Greek
ευάγκαλος — εὐάγκαλος, ον (ΑΜ) μσν. (για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε… … Dictionary of Greek
ευπαράδεκτος — η, ο (Α εὐπαράδεκτος, ον) ευπρόσδεκτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα δέχεται κάτι 2. μτφ. επιδεκτικός. επίρρ... ευπαραδέκτως (Α εὐπαραδέκτως) ευχάριστα, ευπρόσδεκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα δεκτός (< παραδέχομαι)] … Dictionary of Greek
ευπρόσδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, ον) αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»). επίρρ... ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως) με ευπρόσδεκτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ δεκτός (< προσ δέχομαι)] … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
μειλιχόδωρος — μειλιχόδωρος, ον (Α) αυτός που προσφέρει ευχάριστα, ευπρόσδεκτα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek
Κύζικος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς των Δολιόνων, γιος του Αινεία και της Αινήτης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι υποδέχθηκε τους Αργοναύτες, όταν το πλοίο τους έφτασε στη χώρα του, παρασυρμένο από την τρικυμία, τους φιλοξένησε εγκάρδια και… … Dictionary of Greek
Μόραλης, Γιάννης — (Άρτα 1916 –). Ζωγράφος, σκηνογράφος και διακοσμητής. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1937 πήγε με υποτροφία της Ακαδημίας στη Ρώμη, όπου μελέτησε την τεχνική των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών και, αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές… … Dictionary of Greek